ελευθεροκοινωνώ

ελευθεροκοινωνώ
(ε) αμετ. мор. быть освобождённым от карантина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ελευθεροκοινωνώ" в других словарях:

  • ελευθεροκοινωνώ — ( έω) 1. (για πλοίο) επικοινωνώ με την ξηρά μετά από άδεια τής υγειονομικής αρχής 2. επικοινωνώ με κάποιον ύστερα από διακοπή τών σχέσεων …   Dictionary of Greek

  • ελευθεροκοινωνώ — ελευθεροκοινώνησα, αμτβ. (για επιβάτες πλοίου), επικοινωνώ ελεύθερα ύστερα από άδεια της υγειονομικής αρχής με τους κατοίκους του λιμανιού όπου το πλοίο προσορμίστηκε, πρατιγάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρατιγάρω — Ν (για πλοίο και επιβάτες) επικοινωνώ με τους κατοίκους ενός τόπου έπειτα από άδεια τής υγειονομικής αρχής, ελευθεροκοινωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. pratigare (βλ. και λ. πράτιγο)] …   Dictionary of Greek

  • πρατιγάρω — (από την ιταλ. λ. πράτιγο), ελευθεροκοινωνώ, επικοινωνώ ως επιβάτης πλοίου με τους κατοίκους ξένου τόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»